Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λέγοις ἄν

См. также в других словарях:

  • λέγοις — λέγος lewd masc/neut dat pl λέγω 1 lay pres opt act 2nd sg λέγω 2 pick up pres opt act 2nd sg λέγω 3 lay pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»